Ωρίων (ο)

Μυθικός κυνηγός γίγαντας της αρχαιότητας. Ήταν γιος της Ευρυάλης και του Ποσειδώνα ή του Υριέα ή γεννημένος από τη Γη, όπως όλοι οι γίγαντες.

Ήταν πολύ όμορφος, με θαυματουργή δύναμη και μπορούσε να περπατάει πάνω στη θάλασσα.

Νυμφεύθηκε τη Σίδη, την οποία έριξε η Ήρα στον Τάρταρο, επειδή ήθελε να τη συναγωνιστεί στην ομορφιά.

Μετά το χαμό της γυναίκας του, ο Ωρίωνας, πήγε στη Χίο προσκεκλημένος από τον Οινοπίωνα, ο οποίος του ζήτησε να απαλλάξει το νησία από τα άγρια θηρία που το μάστιζαν.

Ο Ωρίωνας ερωτεύθηκε την Μερόπη, κόρη του Οινοπίωνα, γεγονός που τον έφερε σε σύγκρουση με τομ πατέρα της.

Ο Οινοπίωνας τύφλωσε τον Ωρίωνα, την ώρα που κοιμόταν. Τότε ο Ωρίωνας ζήτησε από ένα παιδί, τον Κηδαλίωνα, να τον οδηγήσει μπροστά στον ήλιο που ανέτελλε. Με αυτόν τον τρόπο ξαναβρήκε την όρασή του.

Δεν κατάφερε όμως να τιμωρήσει τον Οινοπίωνα, γιατί τον είχε κρύψει ο Ήφαιστος σε έναν υπόγειο θάλαμα.

Η Ηώ ερωτεύθηκε τον Ωρίωνα, τον έκλεψε και τον μετέφερε στη Δήλο.

Ο θάνατός του προκλήθηκε από τη θεά Αρτέμιδα είτε γιατί την είχε προκαλέσει σε αγώνα δισκοβολίας, είτε γιατί είχε επιχειρήσει να βιάσει την Ώπιδα, μία από τις Υπερβόρειες Παρθένες ακόλουθό της, είτε γιατί είχε προσπαθήσει να βιάσει την ίδια τη θεά.

Κατά την επικρατέστερη παραλλαγή ο Ωρίωνας αποπειράθηκε να βιάσει την Αρτέμιδα. Εκείνη έστειλε εναντίον του έναν σκορπιό, που τον τσίμπησε στη φτέρνα κι έτσι ο Ωρίωνας πέθανε. Ο Ασκληπιός θέλησε να τον ζωντανέψει, αλλά ο Δίας κεραύνωσε τον Ασκληπιό.

Ο σκορπιός, για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στη θεά, μεταμορφώθηκε στον ομώνυμο αστερισμό. Το ίδιο και ο Ωρίωνας.

Γι' αυτό ο αστερισμός του Ωρίωνα αποφεύγει τον αστερισμό του σκορπιού.

Βιβλιογραφία - πηγές

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1, 7, 6

τοῦτον, φασίν, ἐποίησεν Ἄρ-
τεμις ἀναδοθῆναι <ἐκ> τῆς κολώνης τῆς Χίου νήσου,
καὶ τὸν Ὠρίωνα πλῆξαι, καὶ οὕτως ἀποθανεῖν, ἐπειδὴ
ἐν κυνηγεσίῳ ἀκόσμως αὐτὴν ἐβιάσατο· ὃν Ζεὺς ἐν
τοῖς λαμπροῖς ἔθηκε τῶν ἄστρων, ἵν' εἰδῶσιν οἱ ἐπι-
γινόμενοι ἄνθρωποι τὴν ἰσχύν τε αὐτοῦ καὶ τὴν δύναμιν.

Ψευδο-Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 25, 1

Ὠρίωνα δὲ Ἄρτεμις ἀπέκτεινεν ἐν Δήλῳ.

Ψευδο-Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 27, 5

ὁ δ' Ὠρίων, ὡς μὲν ἔνιοι λέγουσιν, ἀνῃρέθη
δισκεύειν Ἄρτεμιν προκαλούμενος, ὡς δέ τινες, βιαζό-
μενος Ὦπιν μίαν τῶν ἐξ Ὑπερβορέων παραγενομένων
παρθένων ὑπ' Ἀρτέμιδος ἐτοξεύθη.

Άρατος, Φαινόμενα, 1, 639

Ἄρτεμις ἱλήκοι· προτέρων λόγος, οἵ μιν ἔφαντο
ἑλκῆσαι πέπλοιο, Χίῳ ὅτε θηρία πάντα
καρτερὸς Ὠρίων στιβαρῇ ἐπέκοπτε κορύνῃ,
θήρης ἀρνύμενος κείνῳ χάριν Οἰνοπίωνι.

Φερεκύδης, Αποσπάσματα, 3, 1

Ὠρίωνα Ἄρτεμις ἀπέκτεινεν
ἐν Δήλῳ· τοῦτον γηγενῆ λέγουσιν ὑπερμεγέθη τὸ
σῶμα· Φερεκύδης δὲ αὐτὸν Ποσειδῶνος καὶ Εὐρυάλης
λέγει.

Ψευδο-Νόννος, Σχόλια Μυθολογικά, 43, 2, 14

γενόμενος δὲ οὗτος ὁ Ὠρίων καὶ
ὢν θηρολέτης ἠράσθη τῆς Ἀρτέμιδος.

Σχολιασμός Νίκανδρου, 15α, 24

ὁ δὲ Οἰνοπίων ὑπὸ τῶν πολιτῶν
ὑπὸ γῆν ἐκέκρυπτο· ἀπελπίσας δὲ τὴν εὕρησιν, ᾤχετο εἰς
Κρήτην καὶ ἐκυνηγέτει· ἐπηγγείλατο δὲ τῇ Ἀρτέμιδι καὶ τῇ
Λητοῖ ὡς οὐδὲν τῶν θηρίων φεύξεται αὐτόν, κἀκεῖσε ὁ
σκορπίος πεμφθεὶς ὑπὸ Λητοῦς καὶ Ἀρτέμιδος χολουμένης
αὐτῷ διὰ τὴν μεγαλαυχίαν ἔπληξε τὸν Ὠρίωνα καὶ οὕτως
ἀπέθανε.