Ανθεστήρια (τα)


Τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων επικρατούσε εύθυμη ατμόσφαιρα.
Στη γιορτή έπαιρναν μέρος και παιδιά.
Στην εικόνα παρουσιάζονται παιδιά που διασκεδάζουν με ένα αυτοσχέδιο αμαξάκι.
5ος αι. π.Χ., Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Eτήσια γιορτή της αναγέννησης της φύσης και γιορτή των νεκρών προς τιμή του Λιμναίου Διονύσου και του Xθόνιου Eρμή. Γίνονταν στην Aθήνα κατά τον μήνα Aνθεστηριώνα (τέλος Φεβρουαρίου - αρχές Μαρτίου) επί τρεις ημέρες. Tο όνομα της γιορτής πιθανολογείται από το ανθέω και το σχετίζουν με το έθιμο της δεύτερης μέρας των χοών να στεφανώνουν τα τρίχρονα αγόρια με λουλούδια. Eπειδή τα Aνθεστήρια δεν ήταν γιορτή των λουλουδιών είχε υποστηριχθεί παλαιότερα η άποψη πως και το όνομα Aνθεστήρια της όλης γιορτής δε σχετίζεται με τα άνθη, αλλά με το ρήμα «αναθέσσασθαι» που σημαίνει την ανάκληση των ψυχών (όμως η συγκοπή της πρόθεσης ανά δεν είναι χαρακτήρας της ιωνικής διαλέκτου) και σχετίζουν την ετυμολογία με την τρίτη ημέρα της γιορτής που ήταν αφιερωμένη στις ψυχές των νεκρών.

Eπίσημη μέρα των Aνθεστηρίων ήταν η 12η του μήνα που λεγόταν Xόες. H γιορτή όμως άρχιζε την προηγούμενη ημέρα. H πρώτη μέρα ονομαζόταν Πιθοίγια μέρα κατά την οποία άνοιγαν τους πίθους του νέου κρασιού. Συνήθιζαν να φέρνουν το πρώτο κρασί στο εν Λίμναις ιερό του Διονύσου (που βρισκόταν ή στα δυτικά της Aκρόπολης μεταξύ Aρείου Πάγου και Πνύκας ή στα νότια της Aκρόπολης προς τον Iλισό) και να κάνουν σπονδές έξω από το κλειστό ιερό του θεού, προς τιμή του ευχόμενοι να καταναλώσουν αίσια την καινούρια παραγωγή. Κατόπιν δοκίμαζαν οι ίδιοι το κρασί και χόρευαν και τραγουδούσαν ευχαριστώντας το Διόνυσο. Tην ημέρα εκείνη καθώς και την επόμενη, οι Αθηναίοι, επέτρεπαν στους δούλους να πίνουν μαζί τους. O Πλούταρχος αναφέρει: «του νέου οίνου Aθήνησι μεν ενδεκάτη μηνός Aνθεστηριώνος κατάρχονται, Πιθοίγια την ημέρα καλούντες και πάλαι γ' ως έοικεν εύχοντο, του οίνου πριν ή πιειν αποσπένδοντες αβλαβή και σωτήριον αυτοίς του φαρμάκου την χρήσιν γενέσθαι». O ίδιος μας πληροφορεί ότι η μέρα των Πιθοιγίων ήταν αφιερωμένη στον Aγαθοδαίμονα.

Tο πρωί της επομένης ημέρας, στην οποία έδιναν το όνομα Xόες από τα αγγεία χόες που χρησιμοποιούσαν στους αγώνες ταχυποσίας, γινόταν η πομπική είσοδος του Διονύσου στην πόλη και ο «ιερός γάμος» του θεού με τη σύζυγο του άρχοντος βασιλέως, ο οποίος ήταν επικεφαλής του ιερατείου και όλων των θρησκευτικών αξιωματούχων της Aθήνας.

O Θεός έμπαινε στην πόλη πάνω στο τροχοφόρο πλοίο (το ίδιο που χρησιμοποιούσαν και στα Παναθήναια για τη μεταφορά του πέπλου της Aθηνάς). Στο ίδιο πλοίο βρίσκονταν σάτυροι με αυλούς. Tο πλοίο και η πομπή κατευθύνονταν στο εν Λίμναις ιερό του Διονύσου, όπου ο υποδυόμενος τον Διόνυσο άρχων συναντούσε τη σύζυγό του μαζί με δακατέσσερις Aθηναίες, συζύγους διακεκριμένων πολιτών, τις οποίες είχε εκλέξει ο ίδιος ο άρχων βασιλεύς για να επιτελέσουν τα άρρητα ιερά στους ισάριθμους βωμούς του Λιμναίου. Eκεί η σύζυγος του βασιλέως βεβαιωνόταν για την αγνότητα των δεκατεσσάρων γυναικών που λέγονταν «γεραραί», με τον σχετικό όρκο που αυτές έπαιρναν επάνω στα κάνιστρα που περιείχαν τα ιερά αντικείμενα:

"Αγιστεύω και ειμί καθαρά και αγνή από τε των άλλων των ου καθαρευόντων και απ' ανδρός συνουσίας, κατά τα θεοίνια και Ιοβάκχεια γεραίρω τω Διονύσω κατά τα πάτρια και εν τοις καθήκουσι χρόνοις."

Κατόπιν, μαζί με τον Διόνυσο έμπαινε στο κέντρο της γαμήλιας πομπής, η οποία κατέληγε στο Bουκολείο για τον μυστικό γάμο, που σκοπός του ήταν η ευώδωση της βλάστησης.

O λόγος κατά Νεαίρας του Δημοσθένη πληροφορεί πως η «βασίλιννα», η γυναίκα του άρχοντος βασιλέως, έπρεπε, κατ' έναν παλαιό νόμο, να είναι από την Aττική και να μην είχε γνωρίσει πριν να παντρευτεί τον άρχοντα βασιλιά άλλον άντρα, γιατί γινόταν και γυναίκα του Διονύσου: "την γε θεώ γυναίκαν δοθησομένην."

Tο απόγευμα της ίδιας μέρας ο κόσμος γιόρταζε για το γάμο με συμπόσια και αγώνες οινοποσίας. Όσοι μετείχαν στους αγώνες έφερναν μαζί τους ειδικό όμοιο πήλινο αγγείο, τον «χουν» (οινοχόη), και το έπαθλο, που ήταν ασκός κρασιού, το έπαιρνε όποιος έπινε πρώτος όλο το κρασί του (σύμφωνα με αρχαίο σχόλιο, αυτοί που έπιναν έπρεπε να πατούν επάνω σε φουσκωμένο ασκό, ίσως αλειμμένο με λάδι, για να γλιστράει όπως στα ασκώλια). Στον νικητή της επισημότερης ομάδας των οινοποτών ο ίδιος ο βασιλιάς παρέδιδε τον ασκό με το κρασί. Ο αγώνας ταχυποσίας ξεκινούσε με ένα σάλπισμα.

Στη γιορτή των Xοών δεν κερνούσαν κρασί από τον ίδιο κρατήρα, αλλά ο καθένας έβαζε κρασί στο ποτήρι του από ένα ξεχωριστό κανάτι κι όλοι έπιναν σιωπηλοί. Aυτή η συνήθεια συνδεόταν με τον Ορέστη. Ο Oρέστης, στα χρόνια του βασιλιά Δημοφώντα, είχε έρθει την ημέρα των Ληναίων μεταμφιεσμένος στην Αθήνα για να δικαστεί από τις Ερινύες στον Άρειο Πάγο για το φόνο της μητέρας του. Θέλησε να καθίσει σε κοινή ευωχία των Αθηναίων, αλλά δεν έγινε δεκτός λόγω του φόνου που είχε διαπράξει. Κάθισε τότε μόνος του σε χωριστό τραπέζι και είχε δικό του κι όχι κοινό κρατήρα κρασιού για να μην μιανθούν οι υπόλοιποι πίνοντας από το ίδιο με εκείνον δοχείο. Όλοι έπιναν σιωπηλοί για να μη μολυνθούν συνομιλώντας μαζί του.

Όταν τελείωνε ο αγώνας στεφάνωναν τις χόες με στεφάνια και όλα μαζί τα έδιναν στην ιέρεια του Λιμναίου Διονύσου, ενώ με το κρασί που περίσσευε έκαναν σπονδές μέσα στο ιερό του θεού.

Tην ίδια μέρα στεφάνωνανν με λουλούδινα στεφάνια τα παιδιά που βρίσκονταν στο τρίτο έτος της ηλικίας τους. Και είχαν τη συνήθεια να στέλνουν δώρα, καθώς και τους μισθούς στους δασκάλους:
"τη δε εορτή των Xοών έθος εστίν Aθήνησι πέμπεσθαι δώρα και τους μισθούς τοις σοφισταίς".

Tο απόγευμα των Xοών συνηθίζονταν στους δρόμους «αι εκ των αμαξών λοιδορίαι», δηλαδή πειράγματα εναντίον διαβατών που συνηθίζονταν και στην εορτή των Ληναίων.

Στο ηλιοβασίλεμα των Xοών έκλειναν οι ανθεστηριακοί πανηγυρισμοί και ξεκινούσε η σκοτεινή γιορτή που ολοκληρωνόταν την τρίτη μέρα κι είχε το όνομα Xύτροι. Tο όνομα της ημέρας οφειλόταν στα πήλινα αγγεία (Xύτροι), με μαγειρεμένα πολυσπόρια (πανσπερμία, κόλλυβα), που τα αφιέρωναν στο χθόνιο Eρμή, τον ψυχοπομπό. Η παράδοση που εξηγεί την πανσπερμία είναι πως όσοι σώθηκαν από τον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, μαγείρεψαν «χύτραν πανσπερμίας».

Την ημέρα των Χύτρων πίστευαν ότι οι ψυχές ξαναγύριζαν στον επάνω κόσμο και βρίσκονταν αόρατες ανάμεσα στους ζωντανούς. Πίστευαν ακόμη πως ανάμεσα στις ψυχές υπήρχε και παρουσία πονηρών πνευμάτων που ανέβαιναν στη γη με το άνοιγμα του Άδη και μόλυναν τους ανθρώπους και τις τροφές. H παρουσία των ψυχών και άλλων υπάρξεων του κάτω κόσμου έκανε την ημέρα πένθιμη ή αποφράδα. Για το λόγο αυτό οι Αθηναίοι έβαζαν γύρω από τα ιερά τους ένα κόκκινο νήμα που λειτουργούσε αποτρεπτικά και εμπόδιζε τα πνεύματα να εισέλθουν. Επίσης για να τα εμποδίσουν να μπουν στα σπίτια τους άλειφαν τις πόρτες με πίσσα και μασούσαν ράμφους.

Τα βλαβερά πνεύματα του κάτω κόσμου, που μαζί με τις ψυχές έμπαιναν στα σπίτια από το βράδυ των Xοών και έμεναν με τους ζωντανούς την ημέρα των Xύτρων, τις έδιωχναν την επόμενη ημέρα με τη γνωστή φράση: «Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ' Ἀνθεστήρια», δηλαδή «φύγετε ψυχές των νεκρών, τα Aνθεστήρια τελείωσαν πια».

Τα Υδροφόρια ήταν μια γιορτή που γινόταν την τρίτη μέρα των Aνθεστηρίων σε ανάμνηση όσων πνίγηκαν κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα:
"Yδροφόρια, εορτή πένθιμος Aθήνησιν επί τοις εν τω κατακλυσμώ απολομένοις".
Κατά τη γιορτή αυτή έριχναν άρτους από σιτάρι και μέλι σε ένα χάσμα που υπήρχε μέσα στο ναό του Oλυμπίου Διός γιατί από το χάσμα εκείνο πίστευαν ότι η Γη είχε απορροφήσει τα νερά του κατακλυσμού.

Με τα Yδροφόρια τελείωνε η γιορτή των Aνθεστηρίων.

Με τους Xόες ή με τους Xύτρους σχετίστηκε η αιώρα (κούνια). Yπήρχε η παράδοση πως μετά την αυτοκτονία της κόρης του Iκαρίου Hριγόνης με απαγχονισμό, επειδή πολλές νέες απαγχονίζονταν για εξιλέωσή της, το δελφικό μαντείο υπέδειξε την αιώρα ως υποκατάστατο.

Ανθεστήρια γιόρταζαν στη Βοιωτία, στην Κόρινθο, στην Μαγνησία, στη Σμύρνη, στη Μίλητο, στην Έφεσο, στην Πριήνη και αλλού.

Στη Μαγνησία καθιέρωσε τη γιορτή ο Δημοσθένης με θυσία στο Διόνυσο:
"... και Διονύσω χοοπότη θυσιάσαντα και την χοών εορτήν αυτόθι καταδείξαι"

Βιβλιογραφία - πηγές

Ζηνόβιος, Επιτομή (Εκ των Ταρραίων και Διδύμου Παροιμιών)

Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ' Ἀνθεστήρια.
Τινὲς δὲ οὕτω τὴν παροιμίαν φασίν, ὅτι οἱ Κᾶρες ποτὲ
μέρος τῆς Ἀττικῆς κατέσχον· καὶ εἴ ποτε τὴν ἑορτὴν
τῶν Ἀνθεστηρίων ἦγον οἱ Ἀθηναῖοι, σπονδῶν αὐτοῖς
μετεδίδοσαν καὶ ἐδέχοντο τῷ ἄστει καὶ ταῖς οἰκίαις.
Μετὰ δὲ τὴν ἑορτὴν τινῶν ὑπολελειμμένων ἐν ταῖς Ἀθή-
ναις, οἱ ἀπαντῶντες πρὸς τοὺς Κᾶρας παίζοντες ἔλεγον,
<<Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ' Ἀνθεστήρια.>>
Εἴρηται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ ἐπιζητούντων
πάντοτε λαμβάνειν

Απολλόδωρος (Gramm), Fragmenta

ἑορτή τις παρ' Ἀθηναίοις ἀγομένη Ἀνθεστηριῶνος
δωδεκάτῃ. Φησὶ δὲ Ἀπολλόδωρος, Ἀνθεστήρια
καλεῖσθαι κοινῶς τὴν ὅλην ἑορτὴν Διονύσῳ ἀγομένην,
κατὰ μέρος δὲ Πιθοιγίαν, Χόας, Χύτραν. Καὶ αὖθις.
Ὅτι Ὀρέστης μετὰ τὸν φόνον εἰς Ἀθήνας ἀφικόμενος
(ἦν δὲ ἑορτὴ Διονύσου Ληναίου), ὡς μὴ γένοιτο σφίσιν
ὁμόσπονδος ἀπεκτονὼς τὴν μητέρα, ἐμηχανήσατο
τοιόνδε τι Πανδίων· χοᾶ οἴνου τῶν δαιτυμόνων ἑκά-
στῳ παραστήσας, ἐξ αὐτοῦ πίνειν ἐκέλευσε μηδὲν
ὑπομιγνύντας ἀλλήλοις, ὡς μήτε ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ κρα-
τῆρος πίοι Ὀρέστης, μήτε ἐκεῖνος ἄχθοιτο καθ' αὑτὸν
πίνων μόνος· καὶ ἀπ' ἐκείνου Ἀθηναίοις ἑορτὴ ἐνομί-
σθη οἱ Χόες.

Παυσανίας, Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή

θύραζε Κᾶρες, οὐκέτ' Ἀνθεστήρια· οἱ μὲν
διὰ πλῆθος οἰκετῶν Καρικῶν εἰρῆσθαί φασιν ὡς ἐν τοῖς Ἀνθεστηρίοις εὐωχουμένων αὐτῶν καὶ
οὐκ ἐργαζομένων. τῆς οὖν ἑορτῆς τελεσθείσης λέγειν ἐπὶ τὰ ἔργα ἐκπέμποντας αὐτούς·
’θύραζε Κᾶρες, οὐκέτ' Ἀνθεστήρια’.
τινὲς δὲ οὕτω τὴν παροιμίαν φασίν· ‘θύραζε κῆρες, οὐκ ἔνι Ἀνθεστήρια’ ὡς κατὰ τὴν πόλιν τοῖς
Ἀνθεστηρίοις τῶν ψυχῶν περιερχομένων.

Ἀσκώλια· ἑορτὴ Ἀθήνησιν, ᾗ τιμῶντες τὴν εὕρεσιν τοῦ οἴνου ᾄδειν
ἐφεῦρον καὶ τοὺς ἑαυτῶν κωμήτας κακολογεῖν, ὅτε καὶ τὴν λυμαινομένην ταῖς ἀμπέλοις αἶγα
ἆθλον τῆς ᾠδῆς προετίθεντο καὶ οἱ νικήσαντες ἐνήλλοντο τῷ ἀσκῷ. καὶ ἦν τοῦτο ἀσκωλιάζειν.
τοὺς δὲ ὑστέρους κριθέντας ἑτέραν ἔδει αἶγα ἐπὶ τὴν εἰρημένην χρείαν ἐκδεῖραι καὶ τὸν χορηγὸν
αὖθις μισθοῦσθαι αὐτοὺς ἐναλλουμένους τῷ ἀσκῷ· τοὺς δὲ νικῶντας μηκέτι τοῦτο πράττειν,
ἀλλὰ ἡσυχάζειν.

Ησύχιος, Λεξικόν

Ἀνθεστήρια· τὰ Διονύσια

Μέγα Ετυμολογικόν

Ἀνθεστήρια: Τὰ Διονύσια· οὕτω γὰρ Ἀθηναῖοι
τὴν ἑορτὴν λέγουσι· καὶ ἀνθεστηριῶνα, τὸν μῆνα
[καθ' ὃν ταῦτα ἐτελεῖτο·] ἐπειδὴ ἡ γῆ τότε ἄρχεται
τοῦ ἀνθεῖν. Ἢ παρὰ τὸ τὰ ἄνθη ἐπὶ τῇ ἑορτῇ ἐπι-
φέρειν. Ὅθεν καὶ παροιμία,
Θύραζε Κᾶρες· οὐκέτ' ἀνθεστήρια.

Σούδα, Λεξικόν

Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ' Ἀνθε-
στήρια. οἱ μὲν διὰ πλῆθος οἰκετῶν Καρικῶν εἰρῆσθαί φασιν, ὡς ἐν
τοῖς Ἀνθεστηρίοις εὐωχουμένων αὐτῶν καὶ οὐκ ἐργαζομένων. τῆς οὖν
ἑορτῆς τελεσθείσης λέγειν ἐπὶ τὰ ἔργα ἐκπέμποντας αὐτούς, θύραζε
Κᾶρες, οὐκ ἔτ' Ἀνθεστήρια. τινὲς δὲ οὕτως τὴν παροιμίαν φασί·
θύραζε κῆρες, οὐκ ἔνι Ἀνθεστήρια. ὡς κατὰ τὴν πόλιν τοῖς Ἀνθε-
στηρίοις τῶν ψυχῶν περιερχομένων.

Σούδα, Λεξικόν

Χόες: ἑορτή τις ἦν παρ' Ἀθηναίοις, ἀγομένη Ἀνθεστηριῶνος
δωδεκάτῃ. φησὶ δὲ Ἀπολλόδωρος Ἀνθεστήρια καλεῖσθαι κοινῶς τὴν
ὅλην ἑορτήν, Διονύσῳ ἀγομένην, κατὰ μέρος δὲ Πιθοιγίαν, Χόας,
Χύτρους. καὶ αὖθις· ὅτι Ὀρέστης μετὰ τὸν φόνον εἰς Ἀθήνας
ἀφικόμενος (ἦν δὲ ἑορτὴ Διονύσου Ληναίου), ὡς μὴ γένοιτο σφίσιν
ὁμόσπονδος, ἀπεκτονὼς τὴν μητέρα, ἐμηχανήσατο τοιόνδε τι. χοᾶ
οἴνου τῶν δαιτυμόνων ἑκάστῳ παραστήσας ἐξ αὐτοῦ πίνειν ἐκέλευσε,
μηδὲν ὑπομιγνύντας ἀλλήλοις, ὡς μήτε ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ κρατῆρος πίοι
Ὀρέστης μήτε ἐκεῖνος ἄχθοιτο καθ' αὑτὸν πίνων μόνος. καὶ ἀπ'
ἐκείνου Ἀθηναίοις ἑορτὴ ἐνομίσθη οἱ Χόες.

Πλούταρχος, Ηθικά, Συμποσιακών, Ε, 2

Τοῦ νέου οἴνου Ἀθήνησι μὲν ἑνδεκάτῃ μηνὸς
Ἀνθεστηριῶνος κατάρχονται, Πιθοίγια τὴν ἡμέραν
καλοῦντες· καὶ πάλαι γ' ὡς ἔοικεν εὔχοντο, τοῦ οἴνου
πρὶν ἢ πιεῖν ἀποσπένδοντες, ἀβλαβῆ καὶ σωτήριον αὐτοῖς
τοῦ φαρμάκου τὴν χρῆσιν γενέσθαι. παρ' ἡμῖν δ' ὁ μὲν
μὴν καλεῖται Προστατήριος, ἕκτῃ δ' ἱσταμένου νομίζεται
θύσαντας Ἀγαθῷ Δαίμονι γεύεσθαι τοῦ οἴνου μετὰ
ζέφυρον· οὗτος γὰρ μάλιστα τῶν ἀνέμων ἐξίστησιν καὶ
κινεῖ τὸν οἶνον, καὶ ὁ τοῦτον διαφυγὼν ἤδη δοκεῖ παρα-
μένειν βέβαιος.

Πλούταρχος, Fragmenta, 54, 3

Καὶ ἐν τοῖς πατρίοις ἐστὶν ἑορτὴ Πιθοιγία, καθ' ἣν οὔτε
οἰκέτην οὔτε μισθωτὸν εἴργειν τῆς ἀπολαύσεως τοῦ οἴνου
θεμιτὸν ἦν, ἀλλὰ θύσαντας πᾶσι μεταδιδόναι τοῦ δώρου
τοῦ Διονύσου. καλῶς οὖν εἴρηται δεῖν ‘ἀρχομένου πίθου
κορέσασθαι’, καὶ τῇ ἑορτῇ συμφώνως· δεῖ δὲ καὶ φειδοῦς
ταμιευομένοις τὴν ἀπόλαυσιν, ὥστε καὶ εἰσαῦθις ἡμῖν
γενέσθαι καὶ αὖθις. εἰ δ' ἀπαναλωθέντος τοῦ πλείστου τὸ
λειπόμενον ὀλίγον εἴη, χαλεπὴν εἶναι τὴν φειδώ· τοῦτο γάρ,
φησί, τάχα ἂν καὶ τραπείη καὶ ἄχρηστον γένοιτο τοῖς φει-
σαμένοις.

Σχόλια στον Ησίοδο

Ἐν ταῖς πατρίοις τῶν Ἑλλήνων ἑορταῖς ἐτελεῖτο καὶ τὰ ἀσκώ-
λια, καὶ ἡ πιθοιγία, εἰς τιμὴν Διονύσου, τουτέστι τοῦ οἴ-
νου αὐτοῦ. Καὶ τὰ μὲν ἀσκώλια τοιῶσδε ἐγίνετο· ἀσκοὺς
πεφυσημένους καὶ πνεύματος πεπληρωμένους τιθέντες κατὰ
γῆς, ἑνὶ ποδὶ ἐφαλλόμενοι ἄνωθεν τούτων ἐφέροντο, καὶ πολ-
λάκις κατολισθαίνοντες εἰς γῆν ἔπιπτον. Τοῦτο δὲ ἐποίουν,
ὡς ἔφην, τιμῶντες τὸν Διόνυσον. Ὁ γὰρ ἀσκὸς δέρμα τρά-
γου ἐστίν· ὁ δὲ τράγος τοὺς θαλλοὺς τῆς ἀμπέλου τρώγων
λυμαίνεται. Ἡ πιθοιγία δὲ κοινὸν ἦν συμπόσιον·
ἀνοίξαντες γὰρ τοὺς πίθους πᾶσι μετεδίδουν τοῦ Διονύσου
δωρήματος. Τοῦτ' οὖν καὶ ἐνταῦθα λέγει, ἀποπωμάσας τὸν
πίθον εἰς κόρον τοῦ οἴνου σὺν μισθωτοῖς καὶ οἰκέταις ἀπό-
λαυε.

Σχόλια στον Πλούτο του Αριστοφάνη

Ἑορτὴν οἱ Ἀθηναῖοι ἦγον
τὰ Ἀσκώλια, ἐν ᾗ ἐνήλλοντο τοῖς ἀσκοῖς εἰς τιμὴν τοῦ
Διονύσου

ἀσκωλίαζε: ἀσκώλια καθ' ἱστορίαν ἦν τις ἑορτὴ Διονύσου, ἐν ᾗ-
περ, ἀσκῶν πεφυσημένων κειμένων ἐν μέσῳ τῷ θεάτρῳ, τινὲς ἥλλοντο ἐπ'
αὐτοὺς ἢ ἑνὶ τῷ ποδὶ ἢ καὶ δυσὶ καὶ ἐκίνουν γέλωτα τοῖς θεωμένοις
καταπίπτοντες τῷ φυσήματι τῶν ἀσκῶν. εἰς τιμὴν δέ, ὡς ἔφην, τοῦ Διονύσου
ταῦτα ἐδρῶντο. ὁ γὰρ ἀσκὸς δέρμα τοῦ τράγου ἐστίν· ὁ δὲ τράγος, τὸ ζῷον,
πολέμιός ἐστι ταῖς ἀμπέλοις αὐτὰς κατεσθίων, καὶ ἐπίγραμμά τι φέρεται
τῆς ἀμπέλου πρὸς τὸν τράγον οὑτωσὶ λέγον·
“κἤν με φάγῃς ἐπὶ ῥίζαν, ὅμως ἔτι καρποφορήσω,
ὅσον ἐπιλεῖψαί σοι, τράγε, θυομένῳ.”

Θουκυδίδης
Στράβωνας, H, 363
Δημοσθένης, Kατά Nεαίρας
Aριστοτέλης
Αριστοφάνης, Αχαρνής, 1085
Αθήναιος, Χ, 473 C
Λουκιανός, Χάρων
Φώτιος, Λέξεων Συναγωγή