Προμηθέας (ο)
Γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ασίας ή Κλυμένης (κόρες του Ωκεανού). Αδέλφια του ήταν ο Επιμηθέας ("αυτός που σκέφτεται εκ των υστέρων"), ο Άτλαντας και ο Μενοίτιος. Νυμφεύθηκε την Κελαινώ ή την Κλυμένη και παιδιά του ήταν ο Δευκαλίωνας, ο Λύκος και ο Χιμαιρέας.
Όταν ξέσπασε η σύγκρουση για την εξουσία, ανάμεσα στους Oλύμπιους θεούς και τους Tιτάνες, πήρε το μέρος των Oλυμπίων, αν και ο ίδιος ήταν Tιτάνας. Aργότερα, μετά την επικράτηση των θεών του Oλύμπου, ήρθε σε σύγκρουση με το Δία, όταν πληροφορήθηκε ότι ο θεός σκόπευε να αφανίσει το γένος των ανθρώπων με κατακλυσμό.
Ο Προμηθέας δημιούργησε τους πρώτους ανθρώπους πλάθοντάς τους με πηλό (στη Θεογονία του Ησίοδου αναφέρεται σαν ευεργέτης της ανθρωπότητας κι όχι δημιουργός της). Σε ρωμαϊκές σαρκοφάγους εικονίζεται ο Προμηθέας να φτιάχνει αγάλματα και η θεά Aθηνά να τους στέλνει ψυχή, με φτερά πεταλούδας, για να τα κατοικήσουν και να τους δώσουν πνοή. (Λέγεται ότι στην πρώτη του προσπάθεια ο Προμηθέας δημιούργησε ένα τέλειο πλάσμα. O Eρμής το μετέφερε στον Όλυμπο, όπου ο Δίας το κέρασε το ποτό της αθανασίας, με αποτέλεσμα εκείνο να βρεθεί στον ουρανό και να γίνει ο πλανήτης "Φαίνων", ο σημερινός πλανήτης Δίας).
Eπειδή ήταν ο δημιουργός των ανθρώπων παρακολουθούσε πάντα με ενδιαφέρον την πορεία τους πάνω στη γη και πολλές φορές είχε παρακούσει τις εντολές του Δία ή τον είχε ξεγελάσει προς όφελός τους.
Κατά τη διάρκεια μιας επίσημης θυσίας, ο Προμηθέας, χώρισε ένα βόδι σε δυο μέρη. Στο ένα μερίδιο έβαλε το δέρμα, τη σάρκα και τα εντόσθια σκεπασμένα με την κοιλιά του ζώου και στο άλλο έβαλε τα κόκαλα, από τα οποία είχε αφαιρέσει το κρέας, και τα είχε σκεπάσει με το λευκό λίπος. Έπειτα είπε στο Δία να διαλέξει το μερίδιο που θα αντιστοιχούσε στους θεούς, το υπόλοιπο προοριζόταν για τους ανθρώπους. Ο Δίας διάλεξε το λίπος κι όταν διαπίστωσε ότι το μερίδιο αυτό το αποτελούσαν μόνο κόκαλα θύμωσε και με τον Προμηθέα και με τους ανθρώπους κι αποφάσισε να μην τους ξαναστείλει ποτέ πια τη φωτιά.
Ο Προμηθέας έκλεψε σπίθες φωτιάς από τον τροχό του ήλιου ή από το καμίνι του Ηφαίστου και την έδωσε στους ανθρώπους, οι οποίοι βελτίωσαν έτσι τη ζωή τους, έφτιαξκαν εργαλεία, καλλιέργησαν τη γη κι εκπολιτίστηκαν. Ο Προμηθέας τους βοήθησε να αποκτήσουν ιατρικές γνώσεις, να παρασκευάσουν φάρμακα, τους δίδαξε αρχιτεκτονική, μαθηματικά, αστρονομία, μεταλλουργία, ναυσιπλοΐα.
Ο Δίας τιμώρησε και τους ανθρώπους και τον Προμηθέα. Εναντίον των ανθρώπων έστειλε την Πανδώρα, ενώ τον Προμηθέα, με τη βοήθεια του κράτους και της Βίας, τον έδεσε με ατσάλινες αλυσίδες επάνω στον Καύκασο κι έστειλε έναν αετό, γεννημένο από τον Τυφώνα και την Έχιδνα, να του τρώει το συκώτι, το οποίο κάθε πρωί ανανεωνόταν. Ο Δίας επίσης ορκίστηκε στα νερά της Στύγας να μη λύσει ποτέ από τα δεσμά του τον Προμηθέα.
Ο Προμηθέας κρεμόταν για πολλά χρόνια (από τριάντα έως τριάντα χιλιάδες) από το βράχο μέχρι τη στιγμή που ο Ηρακλής τον ελευθέρωσε από τα δεσμά του. Ο Δίας χάρηκε πολύ για το κατόρθωμα του γιου του, ώστε αποφάσισε να αφήσει ελεύθερο τον Προμηθέα. Επειδή όμως έπρεπε να κρατήσει τον όρκο του, υπέδειξε στον Προμηθέα να κατασκευάσει ένα δαχτυλίδι από το ατσάλι της αλυσίδας του και από ένα κομμάτι του βράχου επάνω στον οποίον ήταν δεμένος. Με τον τρόπο αυτό ο ατσάλινος δεσμός συνέχιζε να τον κρατάει δεμένο πάνω στο βράχο του. Από τότε οι άνθρωποι άρχισαν να κατασκευάζουν με τη σειρά τους δαχτυλίδια και να τα φορούν προς τιμή του Προμηθέα που είχε υποφέρει γι' αυτούς ευεργετώντας τους.
Την ίδια εποχή ο Κένταυρος Χείρωνας υπέφερε από το τραύμα που του είχε προκαλέσει ένα βέλος του Ηρακλή και ζητούσε να πεθάνει. Επειδή ήταν αθάνατος έπρεπε να βρει κάποιον να δεχτεί την αθανασία του. Ο Προμηθέας δέχτηκε, πήρε τη θέση του κι έγινε αθάνατος.
Ο Προμηθέας είχε χαρίσματα μάντη. Είχε αποκαλύψει στο Δία ότι το παιδί που θα του γεννούσε η Θέτιδα θα ήταν πιο δυνατό από αυτόν και θα τον εκθρόνιζε. Είχε υποδείξει στον Ηρακλή πως να πάρει τα μήλα των Εσπερίδων με τη βοήθεια του Άτλαντα. Αυτός επίσης πρόβλεψε τον κατακλυσμό, που ο Δίας σχεδίαζε για να αφανίσει το γένος των ανθρώπων και δίδαξε το γιο του Δευκαλίωνα πως να σωθεί απ' αυτόν.
Βιβλιογραφία - πηγές
Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 3, 1086
ἔστι τις αἰπεινοῖσι περίδρομος οὔρεσι γαῖα,
πάμπαν ἐύρρηνός τε καὶ εὔβοτος, ἔνθα Προμηθεύς
Ἰαπετιονίδης ἀγαθὸν τέκε Δευκαλίωνα,
ὃς πρῶτος ποίησε πόλεις καὶ ἐδείματο νηούς
ἀθανάτοις, πρῶτος δὲ καὶ ἀνθρώπων βασίλευσεν·
Ησίοδος, Θεογονία, 510
ἡ δέ οἱ Ἄτλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα,
τίκτε δ' ὑπερκύδαντα Μενοίτιον ἠδὲ Προμηθέα,
ποικίλον αἰολόμητιν, ἁμαρτίνοόν τ' Ἐπιμηθέα·
ὃς κακὸν ἐξ ἀρχῆς γένετ' ἀνδράσιν ἀλφηστῇσι·
πρῶτος γάρ ῥα Διὸς πλαστὴν ὑπέδεκτο γυναῖκα
παρθένον.
Πλάτων, Πρωταγόρας
τῷ δὲ Προμηθεῖ
εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῦ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει
εἰσελθεῖν – πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν – εἰς
δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ
ἐφιλοτεχνείτην, λαθὼν εἰσέρχεται, καὶ κλέψας τήν τε ἔμπυρον
τέχνην τὴν τοῦ Ἡφαίστου καὶ τὴν ἄλλην τὴν τῆς Ἀθηνᾶς
δίδωσιν ἀνθρώπῳ, καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ
βίου γίγνεται, Προμηθέα δὲ δι' Ἐπιμηθέα ὕστερον, ᾗπερ
λέγεται, κλοπῆς δίκη μετῆλθεν.
Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 5, 67, 2, 2
καὶ Κοίου μὲν
καὶ Φοίβης Λητὼ γενέσθαι, Ἰαπετοῦ δὲ Προμηθέα
τὸν παραδεδομένον μὲν ὑπό τινων μυθογράφων ὅτι
τὸ πῦρ κλέψας παρὰ τῶν θεῶν ἔδωκε τοῖς ἀνθρώ-
ποις, πρὸς δ' ἀλήθειαν εὑρετὴν γενόμενον τῶν πυ-
ρείων, ἐξ ὧν ἐκκάεται τὸ πῦρ.
Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, 5, 3, 2, 8
καὶ γὰρ
καὶ σπήλαιον λέγει ἰδόντας ἐν Παραπαμισάδαις τοὺς
Μακεδόνας καί τινα μῦθον ἐπιχώριον ἀκούσαντας ἢ
καὶ αὐτοὺς ξυνθέντας φημίσαι, ὅτι τοῦτο ἄρα ἦν τοῦ
Προμηθέως τὸ ἄντρον ἵνα ἐδέδετο, καὶ ὁ ἀετὸς ὅτι
ἐκεῖσε ἐφοίτα δαισόμενος τῶν σπλάγχνων τοῦ Προ-
μηθέως, καὶ ὁ Ἡρακλῆς ὅτι ἐκεῖσε ἀφικόμενος τόν τε
ἀετὸν ἀπέκτεινε καὶ τὸν Προμηθέα τῶν δεσμῶν ἀπ-
έλυσε.
Θεόφραστος, Fragmenta, 50, 1, 1
τὸν Προμηθέα φησὶ σοφὸν γενόμενον μεταδοῦναι
πρῶτον τοῖς ἀνθρώποις φιλοσοφίας, ὅθεν καὶ διαδοθῆναι
τὸν μῦθον ὡς ἄρα πυρὸς μεταδοίη.
Στράβων, Γεωγραφικά, 11, 5, 5, 9
Καὶ τὰ πρὸς τὸ ἔνδοξον θρυληθέντα οὐκ ἀνωμο-
λόγηται παρὰ πάντων, οἱ δὲ πλάσαντες ἦσαν οἱ κολα-
κείας μᾶλλον ἢ ἀληθείας φροντίζοντες· οἷον τὸ τὸν
Καύκασον μετενεγκεῖν εἰς τὰ Ἰνδικὰ ὄρη καὶ τὴν πλη-
σιάζουσαν ἐκείνοις ἑῴαν θάλατταν ἀπὸ τῶν ὑπερκει-
μένων τῆς Κολχίδος καὶ τοῦ Εὐξείνου ὀρῶν· ταῦτα
γὰρ οἱ Ἕλληνες καὶ Καύκασον ὠνόμαζον, διέχοντα τῆς
Ἰνδικῆς πλείους ἢ τρισμυρίους σταδίους, καὶ ἐνταῦθα
ἐμύθευσαν τὰ περὶ Προμηθέα καὶ τὸν δεσμὸν αὐτοῦ·
ταῦτα γὰρ τὰ ὕστατα πρὸς ἕω ἐγνώριζον οἱ τότε.
Αιλιανός, De natura animalium, 6, 51, 14
τὸν Προμηθέα
κλέψαι τὸ πῦρ ἡ φήμη φησί, καὶ τὸν Δία ἀγανακτῆ-
σαι ὁ μῦθος λέγει καὶ τοῖς καταμηνύσασι τὴν κλοπὴν
δοῦναι φάρμακον γήρως ἀμυντήριον.
Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 2, 119, 6
καὶ περαιω-
θεὶς ἐπὶ τὴν ἤπειρον τὴν ἀντικρὺ κατετόξευσεν ἐπὶ
τοῦ Καυκάσου τὸν ἐσθίοντα τὸ τοῦ Προμηθέως ἧπαρ
ἀετόν, ὄντα Ἐχίδνης καὶ Τυφῶνος· καὶ τὸν Προμηθέα
ἔλυσε, δεσμὸν ἑλόμενος τὸν τῆς ἐλαίας, καὶ παρέσχε τῷ
Διὶ Χείρωνα θνήσκειν ἀντ' αὐτοῦ θέλοντα.
Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 45, 2
Ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων μέχρι τοῦ δεῦρο ἡμῖν λε-
λέχθω· Προμηθεὺς δὲ ἐξ ὕδατος καὶ γῆς ἀνθρώπους
πλάσας ἔδωκεν αὐτοῖς καὶ πῦρ, λάθρᾳ Διὸς ἐν νάρ-
θηκι κρύψας.
Φιλόστρατος, Βίος Απολλώνιου, 2, 3, 3
μυθολογεῖται δὲ ὑπὸ τῶν βαρ-
βάρων τὸ ὄρος, ἃ καὶ Ἕλληνες ἐπ' αὐτῷ ᾄδουσιν,
ὡς Προμηθεὺς μὲν ἐπὶ φιλανθρωπίᾳ δεθείη ἐκεῖ,
Ἡρακλῆς δὲ ἕτερος, οὐ γὰρ τὸν Θηβαῖόν γε βούλον-
ται, μὴ ἀνάσχοιτο τοῦτο, ἀλλὰ τοξεύσειε τὸν ὄρνιν,
ὃν ἔβοσκεν ὁ Προμηθεὺς τοῖς σπλάγχνοις· δεθῆναι
δὲ αὐτὸν οἱ μὲν ἐν ἄντρῳ φασίν, ὃ δὴ ἐν πρόποδι
τοῦ ὄρους δείκνυται, καὶ δεσμὰ ὁ Δάμις ἀνῆφθαι
τῶν πετρῶν λέγει οὐ ῥᾴδια ξυμβαλεῖν τὴν ὕλην, οἱ
δ' ἐν κορυφῇ τοῦ ὄρους· δικόρυμβος δὲ ἡ κορυφὴ
καί φασιν, ὡς τὰς χεῖρας ἀπ' αὐτῶν ἐδέθη διαλει-
πουσῶν οὐ μεῖον ἢ στάδιον, τοσοῦτος γὰρ εἶναι.
Κορνούτος, Επιδρομή των κατά την ελληνικήν θεολογίαν παραδεδομένων
Παραδεδομένου τοίνυν ἄνωθεν ὅτι ὁ Προ-
μηθεὺς ἔπλασεν ἐκ τῆς γῆς τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος,
ὑπονοητέον Προμηθέα εἰρῆσθαι τὴν προμήθειαν τῆς
ἐν τοῖς ὅλοις ψυχῆς, ἣν ἐκάλεσαν οἱ νεώτεροι πρό-
νοιαν· κατὰ γὰρ ταύτην τά τε ἄλλα ἐγένετο καὶ ἐκ τῆς
γῆς ἔφυσαν οἱ ἄνθρωποι, ἐπιτηδείως πρὸς τοῦτο ἐχού-
σης καταρχὰς τῆς τοῦ κόσμου συστάσεως.
Λιβάνιος, Λόγοι
τὰ σώματα δὲ ἡμῖν ὅστις μὲν ἔπλασεν, οὐκ οἶδα, ἔστω
δέ, εἰ δοκεῖ, Προμηθεύς, οἶδα μέντοι, ὡς τοῦ αὐτοῦ
πηλοῦ πάντα.
Υγίνος, Μύθοι, 31, 54, 142, 144
Λουκιανός, Θεών διάλογοι, 1, 1
Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 1, 82
|