• Κέραμβος (σκαθάρι)
  • Κύκνος (κύκνος)
  • Μενίππη (κομήτης)
  • Μεροπίς (κουκουβάγια)
  • Μητιόχη (κομήτης)
  • Νεόφρονας (γυπαετός)

  • Όρειος (αρπακτικό όρνιο)
  • Περίφας (αετός)
  • Πολυφόντη (κουκουβάγια)
  • Σμύρνα (μυρτιά)
  • Τιμάνδρα (αιγίθαλος)
  • Χελώνη (χελώνα)
Ηχώ (η)

Ηχώ, Νύμφη Ορειάδα ή ορεισίδρομος ή πετρήεσσα ή πέτρας ορείας παις


Η Ηχώ ήταν Νύμφη των πηγών και των δασών (Ορειάδα ή ορεισίδρομος ή πετρήεσσα ή πέτρας ορείας παις) γύρω από την οποία δημιουργήθηκαν διάφοροι μύθοι που σκοπό είχαν να εξηγήσουν την προέλευση του αντίλαλου (αρχ. ηχώ).

Σύμφωνα με μια εκδοχή, η Ηχώ είχε διδαχθεί από τις Μούσες τον αυλό και το τραγούδι. Ζούσε μακριά από τους ανθρώπους κι απέφευγε τον έρωτά τους. Αρνιόταν ακόμη και τον έρωτα των θεών, γι' αυτό ο θεός Πάνας είχε θυμώσει μαζί της επειδή δεν ανταποκρινόταν στον έρωτά του, ενώ αντίθετα εκείνη ποθούσε κάποιο Σάτυρο που την απέφευγε.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Πάνας είχε εμπνεύσει μανία στους βοσκούς της χώρας εναντίον της Ηχούς, με αποτέλεσμα εκείνοι να τη διαμελίσουν και να διασκορπίσουν τα μέλη της. Η Γαία περισυνέλεξε τα μέλη και τα έθαψε. Κι επειδή η Ηχώ δεν έχασε μετά το θάνατό της την ικανότητά της να αναπαράγει όσους ήχους άκουγε, τους επαναλάμβανε από κάθε τόπο που ήταν θαμμένο κάποιο μέλος του σώματός της.

Ο Οβίδιος αναφέρει ότι η Ηχώ με τη φλυαρία της κρατούσε απασχολημένη την Ήρα για να μην μπορεί να αντιληφθεί τις διάφορες ερωτικές σχέσεις του Δία. Όταν η Ήρα κατάλαβε το σχέδιο του Δία και της Ηχούς καταδίκασε τη Νύμφη να μην μπορεί να λέει ότι θέλει, αλλά να επαναλαμβάνει τις τελευταίες συλλαβές των λέξεων που άκουγε.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση η Ηχώ είχε ερωτευθεί το Νάρκισσο κι όταν εκείνος αρνήθηκε τον έρωτά της εκείνη αποσύρθηκε από ντροπή μέσα σε ερημικά σπήλαια. Από τη λύπη της εξαϋλώθηκε και απόμεινε μόνο η φωνή και τα κόκαλά της, τα οποία οι θεοί μεταμόρφωσαν σε βράχο. Από τότε η Ηχώ έπαψε να εμφανίζεται στα δάση και απαντούσε από το βράχο σε όσους την καλούσαν.

Βιβλιογραφία - πηγές

Λόγγος, Δάφνης και Χλόη, 3, 23, 1, 3

Νυμφῶν, ὦ κόρη, πολὺ γένος, Μελίαι καὶ
Δρυάδες καὶ Ἕλειοι· πᾶσαι καλαί, πᾶσαι μουσικαί. Καὶ
μιᾶς τούτων θυγάτηρ Ἠχὼ γίνεται, θνητὴ μὲν ὡς ἐκ πα-
τρὸς θνητοῦ, καλὴ δὲ ὡς ἐκ μητρὸς καλῆς.
Τρέφεται
μὲν ὑπὸ Νυμφῶν, παιδεύεται δὲ ὑπὸ Μουσῶν συρίζειν, αὐ-
λεῖν, τὰ πρὸς λύραν, τὰ πρὸς κιθάραν, πᾶσαν ᾠδήν, ὥστε
καὶ παρθενίας εἰς ἄνθος ἀκμάσασα ταῖς Νύμφαις συνεχό-
ρευε, ταῖς Μούσαις συνῇδεν· ἄρρενας δὲ ἔφευγε πάντας,
καὶ ἀνθρώπους καὶ θεούς, φιλοῦσα τὴν παρθενίαν·

Πὰν ὀργίζεται τῇ κόρῃ, τῆς μουσικῆς φθονῶν, τοῦ κάλλους
μὴ τυχών, καὶ μανίαν ἐμβάλλει τοῖς ποιμέσι καὶ τοῖς αἰπό-
λοις. Οἱ δὲ ὥσπερ κύνες ἢ λύκοι διασπῶσιν αὐτὴν καὶ ῥίπ-
τουσιν εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἔτι ᾄδοντα τὰ μέλη.
Καὶ τὰ
μέλη Γῆ χαριζομένη Νύμφαις ἔκρυψε πάντα. Καὶ ἐτήρη-
σε τὴν μουσικὴν καὶ γνώμῃ Μουσῶν ἀφίησι φωνὴν καὶ μι-
μεῖται πάντα, καθάπερ τότε ἡ κόρη, θεούς, ἀνθρώπους, ὄρ-
γανα, θηρία· μιμεῖται καὶ αὐτὸν συρίττοντα τὸν Πᾶνα.
Ὁ δὲ ἀκούσας ἀναπηδᾷ καὶ διώκει κατὰ τῶν ὀρῶν, οὐκ
ἐρῶν τυχεῖν ἀλλ' ἢ τοῦ μαθεῖν τίς ἐστιν ὁ λανθάνων μα-
θητής.

Ψευδο-Λουκιανός, Επιγράμματα, 16, 154, 1

Ἠχὼ πετρήεσσαν ὁρᾷς, φίλε, Πανὸς ἑταίρην,
ἀντίτυπον φθογγὴν ἔμπαλιν ᾀδομένην,
παντοίων στομάτων λάλον εἰκόνα, ποιμέσιν ἡδὺ
παίγνιον. ὅσσα λέγεις, ταῦτα κλύων ἄπιθι.